-
1 συγ-κληρόω
συγ-κληρόω, hinzuloosen, durchs Loos theilnehmen lassen; τοὺς δὲ συγκεκληρῶσϑαι σιωπῇ, Ael. H. A. 15, 28; vgl. Plat. Legg. V, 745 c; Dem. 14, 18 u. A.; δικαστήριον, ein Gericht zusammenloofen, die Richter durchs Loos erwählen, Plut. Alcib. 19.
См. также в других словарях:
συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… … Dictionary of Greek